- τριώνυμος
- -η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜαυτός που έχει τρία ονόματανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμομαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση τής επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.